- γατάκι
- τομικρή γάτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γατάκι — το (Μ καττάκιν) 1. το νεογνό τής γάτας 2. μικροσκοπική γάτα … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
γαλιδεύς — γαλιδεύς, ο (Α) γατάκι ή μικρό κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.] … Dictionary of Greek
γατσούλι — το γατάκι … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κατάκι — κατάκι(ν), τὸ (Μ) γατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτος «γάτος» (< λατ. cat[t]us) + υποκορ. κατάλ. άκι(ο)(ν)] … Dictionary of Greek
κατί(ν) — κατί(ν), τὸ (Μ) [κάτα] γατάκι … Dictionary of Greek
κατίν — (Katyn). Χωριό της Ρωσίας, Δ του Σμολένσκ. Έγινε διεθνώς γνωστό από το γειτονικό δάσος, όπου, κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν οκτώ ομαδικούς τάφους με τα πτώματα 4.500 Πολωνών αξιωματικών, επιρρίπτοντας την… … Dictionary of Greek
κατούδιον — και κατούδιν, το (Μ) μικρή γάτα, γατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτος + υποκορ. κατάλ. ούδι (ον) (πρβλ. αγγελ ούδι, τραγ ούδι)] … Dictionary of Greek
κατσί — το (Μ κατσίον και κατσί) το γατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κατσί(ο)ν < κατ ί(ο)ν, υποκορ. τού κάτ(τ)α < λατ. cattus «γάτος»] … Dictionary of Greek